- βιλανέλα ή βιλανέσκα
- Μουσικο-λογοτεχνική πολυφωνική σύνθεση, που αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ιδιαίτερα τον 16ο και 17ο αι. Η σύντομη έκταση, η εκφραστική της απλότητα και το πλάσιμό της, που βρίσκεται μακριά από τον πολύπλοκο αντιστικτικό χαρακτήρα που έχει το μαδριγάλι, είναι στοιχεία που εξασφάλισαν στη β. τη δημοτικότητα που χαρακτηρίζει τα τραγούδια. Η β. συχνά χρησιμοποίησε ναπολιτάνικα ποιητικά κείμενα. Σε αυτήν, η ερωτική απόχρωση είναι επικρατέστερη από εκείνη της παρωδίας. Η β., που άλλοι ύμνησαν και άλλοι περιφρόνησαν, έχει συχνά την πνοή καλλιτεχνήματος. Μεταξύ των πολλών μουσικών που έγραψαν β. ήταν ο Ορλάντο ντι Λάσο, ο Άντριαν Βίλαερτ, ο Λούκα Μαρέντσιο και ο Οράτσιο Βέκι.
Dictionary of Greek. 2013.